- Χάβρη
- η г. Гавр
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Χάβρη — (Le Havre). Πόλη (199.388 κάτ.) της βόρειας Γαλλίας, στον νομό Σεν Μαριτίμ. Βρίσκεται στο άκρο του ποταμόκολπου του Σηκουάνα και είναι το κυριότερο γαλλικό λιμάνι στη Μάγχη και το δεύτερο της χώρας μετά τη Μασσαλία. Η πόλη, που την ίδρυσε το 1516 … Dictionary of Greek
λιμάνι — Προστατευμένη φυσική ή τεχνητή περιοχή σε παραλία, σε όχθη ποταμού ή λίμνης, που προσφέρεται για την ασφαλή παραμονή των πλοίων, όπου μέσω λιμενικών εγκαταστάσεων, τα πλοία έχουν τη δυνατότητα φορτοεκφόρτωσης εμπορευμάτων, μεταφοράς επιβατών,… … Dictionary of Greek
Μονέ, Κλοντ — (Claude Monet, Παρίσι 1840 – Ζιβερνί 1926). Γάλλος ζωγράφος, της από της μεγαλύτερους καλλιτέχνες του 19ου αι. και της δημιουργούς του ιμπρεσιονισμού. Η ζωγραφική του διαμόρφωση πραγματοποιήθηκε στη Χάβρη. Εκεί γνώρισε τον Μπουντέν που τον ώθησε… … Dictionary of Greek
Σκιντερί — Όνομα δύο Γάλλων συγγραφέων του 17oυ αι. (Scudery). 1. Ζορζ (Χάβρη 1601 Παρίσι 1667). Υπήρξε ένας από τους κυριότερους αντιπάλους του Κορνέγι και τα περισσότερα έργα του είναι αφιερωμένα στην αδελφή του Μανταλένα. Έγραψε τις τραγικές κωμωδίες… … Dictionary of Greek
Χόνεγκερ, Αρτίρ — (Honegger, Χάβρη 1892 – Παρίσι 1955). Γάλλος συνθέτης ελβετικής καταγωγής. Γιος πλούσιου εμπόρου από τη Ζυρίχη, εγκατεστημένου όμως στη Χάβρη, ο X., ακολουθώντας την πρώιμη κλίση του στη μουσική, άρχισε τις μουσικές του σπουδές στη Ζυρίχη και τις … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
ποταμόκολπος — Τύπος ποτάμιας εκβολής που έχει το χοανοειδές σχήμα μιας προέκτασης της κοιλάδας του ποταμού προς τη θάλασσα· στον π. η ανάμειξη γλυκών και αλμυρών νερών παρατηρείται στο εσωτερικό του παράκτιου ορίου, σε αντίθεση με ό,τι γίνεται στο δέλτα. Οι π … Dictionary of Greek
Αλμέιντα-Γκαρέτ, Ζοάο Μπατίστα ντε- — (Joao Batista de Almeida Garrett, 1799 – 1854). Πορτογάλος ποιητής και πολιτικός. Νεαρός έγραψε αξιόλογα ποιήματα και έμμετρες αφηγήσεις, όπως τον Ξέρξη και τη Μερόπη. Το ποίημά του Εικόνα της Αφροδίτης θεωρήθηκε από τις εκκλησιαστικές αρχές… … Dictionary of Greek
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
επικοινωνίας, οδοί — Κατευθυντήριες που ακολουθεί ο άνθρωπος στις μετακινήσεις του. Είναι δυνατόν να είναι χερσαίες (οδικές και σιδηροδρομικές), ποτάμιες ή σε πλωτές διώρυγες, λιμναίες, θαλάσσιες και εναέριες. Ο άνθρωπος επεμβαίνει με την εργασία του μόνο σε ό,τι… … Dictionary of Greek